Η ανακοίνωση του υψηλότερου πληθωρισμού των τελευταίων 26 ετών -από τον Ιανουάριο του 1997- δοκιμάζει τις αντοχές των νοικοκυριών, αλλά και των επιχειρήσεων, στο κατά πόσο θα μετακυλήσουν την τιμή των προϊόντων στους καταναλωτές.
Η τελευταία φορά που ο πληθωρισμός είχε βρεθεί πάνω από το 6% ήταν τον Μάρτιο του 1997. Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθωρισμός του δείκτη τιμών του καταναλωτή για τον Ιανουάριο 2022 διαμορφώθηκε στο 6,2%, συγκριτικά με τον δείκτη του Ιανουαρίου 2021.
Προάγγελος ακόμα υψηλότερου πληθωρισμού στο αμέσως επόμενο διάστημα είναι ο Γενικός Δείκτης Τιμών Εισαγωγών. Όσο ανεβαίνει θα ανεβαίνει και ο πληθωρισμός και ανεξαρτήτως των ανακοινώσεων της ΕΛΣΤΑΤ τα δύσκολα φαίνεται ότι είναι μπροστά και ότι έπονται αυξήσεις ετεροχρονισμένες σε βασικά είδη κατανάλωσης, καθώς οι μεταβολές στο κόστος των βιομηχανικών πρώτων υλών χρειάζονται κάποιο χρόνο για να αποτυπωθούν στις τιμές λιανικής.
Ο Γενικός Δείκτης Τιμών Εισαγωγών αυξήθηκε κατά 23,6%, τον Δεκέμβριο 2021, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη το Δεκέμβριο 2020, λόγω της αύξησης του Δείκτη Τιμών Εισαγωγών από χώρες εκτός ευρωζώνης κατά 34,4% και της αύξησης του Δείκτη Τιμών Εισαγωγών από χώρες της Ευρωζώνης κατά 6,8%.
Τους μαύρους δείκτες του πληθωρισμού και της ακρίβειας επιβαρύνουν οι εξελίξεις στο ρωσο-ουκρανικό μέτωπο, με τη Δύση να φοβάται ότι θα κλείσουν οι στρόφιγγες προμήθειας φυσικού αερίου.
Το ράλι ανόδου αερίου, πετρελαίου και ηλεκτρικού ρεύματος είναι ασυγκράτητο και στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με τη σημαντική αύξηση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου πάνω από 96 δολάρια το βαρέλι και οι δυσοίωνες εκτιμήσεις είναι ότι τα επόμενα 24ωρα θα αποτυπωθεί και στις αντλίες των καυσίμων.
Το παζλ είναι δύσκολο και τα μέτρα στήριξης που έχει πάρει έως τώρα η κυβέρνηση έχουν πολύ μικρές και ανεπαρκείς ανάσες, αλλά δεν μπορούν να αναχαιτίσουν το ντόμινο των δυσμενών για ιδιώτες και επιχειρήσεις επιπτώσεων που βρίσκονται αντιμέτωποι με το θηρίο της ακρίβειας σε καύσιμα και άρα ενέργεια, τρόφιμα και βασικά είδη πρώτης ανάγκης και με μισθούς καθηλωμένους εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία.
Η συγκυρία, με βάση τα σημερινά δεδομένα, προμηνύει ένα πολύ δύσκολο πρώτο εξάμηνο σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των τιμών, αφού η πίεση από καύσιμα και τρόφιμα θα συνεχιστεί για το υπόλοιπο του πρώτου μισού του χρόνου.
Το μεγάλο ζητούμενο είναι πώς θα εξελιχθεί ο πληθωρισμός μεσοπρόθεσμα. Αν δηλαδή μετά τα μέσα του επόμενου χρόνου, οι τιμές μετά από μια περίοδο σταθεροποίησης θα αρχίσουν να υποχωρούν, προσεγγίζοντας τα επίπεδα του 2019 ή θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα, συνεχίζοντας να πιέζουν τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Οι μεγαλύτερες αυξήσεις παρουσιάζονται σε φυσικό αέριο, ηλεκτρικό ρεύμα, καύσιμα.
Οι αυξήσεις πλέον διαχέονται σε όλο τα φάσμα της οικονομίας και όχι μόνο στην ενέργεια, όπως ήταν πριν από λίγο καιρό, μειώνοντας έτσι το διαθέσιμο εισόδημα και ανάγοντας τον πληθωρισμό όχι σε ένα οικονομικό θέμα, αλλά σε ένα ευρύτατο κοινωνικό θέμα.
Όλο αυτό είναι αποτέλεσμα της πολιτικής της κυβέρνησης με την «πράσινη ενέργεια» και τις ανεμογεννήτριες, καθώς οι τιμές στο ρεύμα αυξήθηκαν γιατί έκλεισαν τα εργοστάσια λιγνίτη και γίνεται εισαγωγή φυσικού αερίου, ενώ ότι εισπράχτηκε από τα «ψίχουλα» που πουλήθηκε η ΔΕΗ (800 εκατομμύρια ευρώ) τα έδωσαν για αγορά ανεμογεννητριών από τη Γερμανία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ τα είδη με την μεγαλύτερη αύξηση σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2021 είναι:
- Φυσικό αέριο με άνοδο 154,8%
- Ηλεκτρισμός με 56,7%,
- Πετρέλαιο Θέρμανσης με αύξηση 36%,
- Καύσιμα με 21,6%,
- Αρνί και κατσίκι με 17,6 %,
- Ελαιόλαδο με 15,4% και
- πατάτες με 12,3%.
- Νωπά λαχανικά 14,4%